3 Δεκ 2017

Ματωμένη Κυριακή στην Αθήνα: Η αρχή των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου

Την 3η Δεκεμβρίου του 1944, οι δρόμοι της Αθήνας τραντάζονται από το μεγαλύτερο συλλαλητήριο που έζησε ποτέ
η πρωτεύουσα. Η Αστυνομία, με βρετανικές εντολές, κάνει χρήση των όπλων και 28 άνθρωποι πέφτουν νεκροί. Είναι η αρχή των Δεκεμβριανών, που κράτησαν 33 ημέρες... ή κατά άλλους, τριάντα χρόνια...
Οι περίπου 50 ημέρες που μεσολάβησαν μεταξύ της απελευθέρωσης της Αθήνας από τον γερμανικό ζυγό, στις 12 Οκτωβρίου του 1944, έως το μεσημέρι της 3ης Δεκεμβρίου που οι δρόμοι της πρωτεύουσας βάφτηκαν ξανά με αίμα Ελλήνων, υπήρξαν ημέρες γιορτής για τους κατοίκους της, αλλά παράλληλα εξαιρετικά «σκοτεινές» στο πολιτικό πεδίο. Το ΕΑΜ και ο αντάρτικος στρατός του, ο ΕΛΑΣ (ο οποίος το φθινόπωρο του 1944 μπορούσε να παρατάξει πάνω από 50.000 μαχητές «του βουνού» και άλλους τόσους στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ των πόλεων), κυριαρχούσαν σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα, είχαν απόλυτη λαϊκή υποστήριξη και με τις δάφνες των επί μια τριετία νικηφόρων μαχών τους εναντίον Ιταλών, Γερμανών και συνεργατών τους, οι μαχητές και τα μέλη τους θεωρούσαν δεδομένο ότι θα αναλάμβαναν την εξουσία της χώρας, παρότι η ηγεσία του ΚΚΕ είχε «καπελώσει» τον αγώνα τους με τις συμφωνίες Λιβάνου και Καζέρτας.
Σε αντίθεση όμως με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, στην Ελλάδα το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι αντάρτες δεν «έπαιζαν» μόνοι τους. Ο Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, Ουίνστον Τσόρτσιλ, έχοντας εξασφαλίσει από τον Ιωσήφ Στάλιν απεριόριστη ελευθερία δράσης (κάτι το οποίο ωστόσο αγνοούσε η ανεπαρκής ηγεσία του ΚΚΕ με Σιάντο-Ιωαννίδη), είναι αποφασισμένος να τσακίσει το ΕΑΜ και τις λαϊκές μάζες που το ακολουθούσαν, να επαναφέρει τον μη δημοφιλή Βασιλιά Γεώργιο Β΄ και να διατηρήσει την Ελλάδα στην αγγλική σφαίρα επιρροής με κάθε κόστος. «Όχι ειρήνη χωρίς νίκη», ήταν άλλωστε το σύνθημά του.
Πίσω από τις βρετανικές λόγχες, εκτός από την μεγαλοαστική τάξη και τα παλαιά κόμματα, τα οποία επέδειξαν προκλητική αδιαφορία στο δράμα του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συνωστίζονται όλοι όσοι έχουν λόγο να τρέμουν την ανάληψη της εξουσίας από την Αριστερά: οι συνεργάτες των Γερμανών, οι δοσίλοι και οι χαφιέδες, τα Τάγματα Ασφαλείας, η Χωροφυλακή, το Μηχανοκίνητο της Αστυνομίας του διαβόητου Νίκου Μπουραντά, η οργάνωση Χ του Γεωργίου Γρίβα και οι υπόλοιποι «εθνικόφρονες» της πρωτεύουσας, με «αιχμή του δόρατος» την ακροδεξιά Ορεινή Ταξιαρχία του στρατού.
Ο μη αφοπλισμός της εν λόγω Ταξιαρχίας του Θρασύβουλου Τσακαλώτου, θείου του σημερινού Υπουργού Οικονομικών, την οποία συγκρότησαν οι Άγγλοι έπειτα από τη διάλυση των δύο δημοκρατικών Ταξιαρχιών του ελληνικού στρατού που πολέμησαν στο Ελ Αλαμέιν λόγω της συμμετοχής τους στο κίνημα της Μέσης Ανατολής, αποτέλεσε εν πολλοίς τη σπίθα που άναψε τη φωτιά των Δεκεμβριανών. Ενώ το ΕΑΜ απαιτεί επίμονα την παραδειγματική τιμωρία των συνεργατών των κατακτητών, όπως συνέβη σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η Κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των Βρετανών με τους ευφυείς πολιτικούς ελιγμούς του που «έδεσαν κόμπο» το ΚΚΕ στην Καζέρτα, με εντολή του πραγματικού «Πρωθυπουργού» της Ελλάδας Στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι, διατάσσει τον αφοπλισμό μόνο των αντάρτικων ομάδων και διασώζει τους Ταγματασφαλίτες από τις φυλακές Συγγρού.
Με την είσοδο του Δεκέμβρη, τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία: οι Υπουργοί του ΕΑΜ παραιτούνται από την Κυβέρνηση Παπανδρέου, ανασυγκροτείται η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ αρχίζει να προσανατολίζεται στην «τριτοδιεθνιστική» ένοπλη ανάληψη της εξουσίας, διαπράττοντας όμως ένα «έγκλημα» στρατιωτικής φύσεως: αφήνει έξω από την Αθήνα τις πανίσχυρες και εμπειροπόλεμες αντάρτικες ομάδες της Ρούμελης υπό τους Βελουχιώτη και Σαράφη, οι οποίες θεωρητικά μπορούν να σαρώσουν την Αντίδραση με μαζική επέλαση στην πρωτεύουσα, βασίζεται στον ελαφρά οπλισμένο Εφεδρικό ΕΛΑΣ και επιτρέπει σε αγγλικά τάγματα να προωθηθούν στην πόλη χωρίς μάχη, ελπίζοντας αβάσιμα ότι η επικείμενη σύγκρουση θα είναι μόνο με τους «εθνικόφρονες» και οι Βρετανοί θα παραμείνουν ουδέτεροι. Παράλληλα, καλεί σε συλλαλητήριο για τις 3 Δεκεμβρίου και γενική απεργία μια ημέρα έπειτα.
Η Κυβέρνηση δίνει αρχικά άδεια να διεξαχθεί το συλλαλητήριο, ωστόσο λίγο πριν τα μεσάνυχτα της παραμονής του το ανακαλεί και οργανώνει προβοκάτσια, παίρνοντας «πόντους» από το πολεμοχαρές άρθρο του Γιάννη Ζέβγου στην πρώτη σελίδα του Ριζοσπάστη: «Τώρα το λόγο τον έχει ο ελληνικός λαός. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ, που τους ζητούν να παραδώσουν τα τιμημένα και κερδισμένα σε μάχες όπλα τους. Οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας, που αντιμετώπισαν νικηφόρα τις ορδές των Γερμανών και των προδοτών… Ο ελληνικός λαός θα σαρώσει την κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και θα δημιουργήσει μια κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας». Η απαγόρευση να διαδηλώσουν στο κέντρο της ελεύθερης Αθήνας, κάτι το οποίο δεν τόλμησαν να επιβάλλουν ούτε οι Γερμανοϊταλοί στην Κατοχή, μαζί με την περιρρέουσα φήμη «η Αντίδραση θα αμνηστεύσει τα Τάγματα Ασφαλείας και θα καταδιώξει τους αγωνιστές της Αντίστασης» γαλβάνιζαν τις συμπαγείς μάζες της Αριστεράς και τα «χωνιά» δεν σταματούσαν να αντηχούν όλο το βράδυ: «Τα όπλα δεν τα δίνουμε, ελάτε να τα πάρετε...»
Ξημέρωσε η 3η του Δεκέμβρη του 1944, μια ηλιόλουστη και πανέμορφη χειμωνιάτικη Κυριακή στην πόλη της Παλλάδας... Οι λαϊκές συνοικίες του Πειραιά, παραδοσιακά «οχυρά» του ΕΑΜ και της Αριστεράς σε όλη την περίοδο της Κατοχής, είχαν σχεδόν αδειάσει, καθώς δεκάδες χιλιάδες κάτοικοί τους, σε οργανωμένες και ανοργάνωτες ομάδες, συνέρρεαν προς το κέντρο, ενώ από τα νοτιοανατολικά, τον Βύρωνα, την Καισαριανή, την Γούβα και τον Υμηττό, υψώνονταν κόκκινες σημαίες και τα πλακάτ που ζητούσαν Λαοκρατία, σεβασμό στην Εθνική Αντίσταση και τιμωρία των δοσίλογων. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι όλη η Αθήνα βρισκόταν εκεί: η Αριστερά κάνει λόγο για 400.000 άτομα τα οποία πήραν μέρος στο συλλαλητήριο, οι αστικές πηγές «κατεβάζουν» τον αριθμό στα 100.000, ακόμη κι αν η αλήθεια βρίσκεται ως συνήθως κάπου στη μέση, πρόκειται αναμφίβολα για την πλέον ογκώδη διαδήλωση στην Ιστορία της πρωτεύουσας.
Η συντριπτική πλειοψηφία των διαδηλωτών προχωρεί ειρηνικά προς την πλατεία Συντάγματος, η ένοπλη περιφρούρηση του Εφεδρικού ΕΛΑΣ είναι διακριτική, ωστόσο υπάρχουν εστίες έντασης με την Αστυνομία, όπως στη διασταύρωση των οδών Βασιλίσσης Σοφίας, Βασιλίσσης Αμαλίας και Πανεπιστημίου, με σοβαρό τραυματισμό (κατά άλλους θάνατο) ενός τροχονόμου από ρίψη χειροβομβίδας, αλλά και έξω από το σπίτι του Παπανδρέου, όπου η φρουρά του συμπλέκεται με τις ομάδες από τις βόρειες συνοικίες. Λίγο πριν τις 11.00, ο κύριος όγκος του πλήθους έχει φτάσει στο Σύνταγμα και περικυκλώνει την Αστυνομική Διεύθυνση και τα Παλαιά Ανάκτορα. Με απόφαση του αρχηγού της Αστυνομίας, Άγγελου Έβερτ (όπως παραδέχθηκε ο ίδιος σε συνέντευξή του στην «Ακρόπολη» το 1958) και έπειτα από βρετανικές παραινέσεις, τα όργανα της Τάξης πυροβολούν τους διαδηλωτές «στο ψαχνό», με απολογισμό 28 νεκρούς και 150 τραυματίες.
To πλήθος, παρότι εξακολουθεί να δέχεται πυρά, παρότι άνδρες και γυναίκες πέφτουν νεκροί στην άσφαλτο, δεν διαλύεται, δεν αποχωρεί από την Πλατεία. Μουσκεύει στο αίμα των διαδηλωτών τις σημαίες και τα πλακάτ του, καλύπτει τους νεκρούς με λουλούδια από τα γύρω ανθοπωλεία, ψέλνει γονατιστό το «Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς...», ωστόσο περιορίζεται σε βρισιές και απειλές προς τους Αστυνομικούς, παρά την επίμονη και επί δεκαετίες προσπάθεια της εθνικιστικής πλευράς να παρουσιάσει το συλλαλητήριο ως ένα άριστα οργανωμένο πραξικόπημα της Αριστεράς με ένοπλους διαδηλωτές, όπλα δεν υπάρχουν. Την επόμενη ημέρα όμως, στην κηδεία των 28 νεκρών της 3ης του Δεκέμβρη, η ένοπλη περιφρούρηση του ΕΛΑΣ είναι εμφανής και το βουτηγμένο στο αίμα τους πανό που κρατούν μαυροφορεμένες γυναίκες συγκλονίζει: «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».
Ας διαβάσουμε τη μαρτυρία του ανταποκριτή της αμερικανικής εφημερίδας «Chigaco Sun» για το γεγονός: «…Επρόκειτο περί μιας ειρηνικής και άοπλης διαμαρτυρίας του λαού και τούτο είναι τόσο βέβαιο, ώστε γυναίκες έφεραν μαζί τους ακόμα και τα μικρά παιδιά τους. Κάτω από το παράθυρό μου είδα με τα μάτια μου τα γεγονότα… Είναι αφάνταστος ο ηρωισμός του λαού αυτού. Όρθιος και βαλλόμενος, προχωρούσε προς τον ορισθέντα τόπο της συγκέντρωσης. Γυναίκες και κορίτσια με το χαμόγελο στα χείλη, ακόμα και μετά τον σκοτωμό των συντρόφων τους φώναζαν: Ζήτω ο Τσώρτσιλ! Κάτω ο Παπανδρέου! Όχι βασιλιά!…»
Από το βράδυ της 3ης Δεκεμβρίου, την ώρα που οι τρύπες από τις πρόσφατες γερμανικές σφαίρες διακρίνονται ακόμη καθαρά στα κτίρια της πόλης, στους δρόμους της Αθήνας πέφτουν ξανά πυροβολισμοί και ακούγονται οι ερπύστριες από άρματα μάχης, τα οποία αυτή τη φορά είναι βρετανικά. Τα «χωνιά» ζητούν τη δίκη και εκτέλεση του Παπανδρέου ως προδότη, οι μαχητές του ΕΛΑΣ ξεκινούν επιχειρήσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων και της οργάνωσης Χ, οι Άγγλοι αφοπλίζουν με προδοσία και εν τη απουσία του αρχηγού του, Νικηφόρου, το 2ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ στην Φιλοθέη, οδοφράγματα στήνονται.
Τα Δεκεμβριανά, η Μάχη της Αθήνας είχαν ξεκινήσει. Το στρατιωτικό σκέλος τους θα ολοκληρωνόταν 33 ημέρες αργότερα, με τη συντριβή της Αριστεράς και την υποχώρηση ενός σχεδόν διαλυμένου ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Η επίδραση όμως του «Κινήματος» και των ασύλληπτων αγριοτήτων που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκειά του στην πρωτεύουσα, τόσο από τους «εθνικόφρονες» με την υποστήριξη των Βρετανών, όσο και από την διαβόητη ΟΠΛΑ, στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας έμελλε να διαρκέσει 30 ολόκληρα χρόνια, μέχρι την Μεταπολίτευση και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ τον Σεπτέμβριο του 1974.
«...Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!… Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει. Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο, εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο», Μενέλαος Λουντέμης - Ο Μεγάλος Δεκέμβρης.
«Κι απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά / Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι / Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά / το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη», Νίκος Καββαδίας - Αντίσταση.
«Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών – όπως το πλαστογράφησαν οι ίδιοι κι όπως το απέδωσε η επίσημη ιστορία των φαντασμάτων. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που βλέπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δοσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη υποστήριξη του νεαρού τότε κράτους, είχανε ένα εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας», Μάνος Χατζιδάκις - Τα Παιδιά της Γαλαρίας
«…Έτσι τέλειωσε ο Δεκέμβρης. Έριξε ο Λαός τον μπόγο του στον ώμο / κι έφυγε ο Λαός. Δεν τον σηκώνει ο τόπος / Όπου δεν είναι λευτεριά δεν τον σηκώνει ο τόπος / Τραβάει πιο πάνου να στήσει το ταμπούρι του / Έτσι τέλειωσε ο Δεκέμβρης. Η Αθήνα απόμεινε έρημη / Κλεισμένα τα γραφεία του κόμματος, κλεισμένα τα γραφεία του ΕΑΜ / Κλεισμένα τα σπίτια, κλεισμένα τα στόματα, κλεισμένες οι καρδιές / Κατέβηκαν οι σημαίες απ’ τα μπαλκόνια / Κι η οδός Σταδίου μετονομάστηκε σε οδό Τσώρτσιλ», Γιάννης Ρίτσος - Οι Γειτονιές του Κόσμου
«Πάνω στον τάφο μου θέλω να γραφτεί: “Πολέμησε τον Δεκέμβρη”. Πάντα είχα μέσα μου τον ήχο της μάχης», Μίκης Θεοδωράκης σε συνέντευξή του το 2015.


 sdna.gr/
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη